- αμενηνον
- ἀμενηνόνadv. слабо, тихо
(φθέγγεσθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φθέγγεσθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμενηνόν — ἀμενηνός fleeting masc/fem acc sg ἀμενηνός fleeting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμενηνός — ἀμενηνός, ον και ος, ή, ον (Α) 1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος 2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός β)… … Dictionary of Greek